Τα εμβληματικά ΠΟΠ τυριά
Η Ελλάδα είναι γεμάτη με γευστικά καλούδια, που γοητεύουν και τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο. Έτσι, γνωρίζουμε και δοκιμάζουμε μερικά από τα πιο δημοφιλή τυριά Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης.
Ανεβατό
Το ανεβατό είναι ένα μαλακό λευκό τυρί που σερβίρεται με το κουτάλι. Προέρχεται από την παράδοση των νομάδων κτηνοτρόφων της βόρειας Πίνδου και ανήκει σε μια μεγάλη ομάδα παρόμοιων τυριών, που δημιουργήθηκαν κυρίως από την ανάγκη αξιοποίησης των μικρών ποσοτήτων γάλακτος. Παλιότερα, πρωταγωνιστούσε σε αυτό το γίδινο γάλα, ενώ για τη στράγγιση και την ωρίμανση των τυριών χρησιμοποιούσαν τουλούμια από κατσικίσιο δέρμα. Παρασκευάζεται από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα ή μείγμα τους. Έχει κοκκώδη υφή, η γεύση του είναι υπόξινη, φρέσκια, δροσερή και λίγο πιο αλμυρή. Χρησιμοποιείται σε πίτες και τρώγεται μόνο του ή ως συνοδευτικό σε φρούτα και γλυκά. Αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ το 1994, οπότε τυποποιήθηκε και η διαδικασία παραγωγής του.
Γαλοτύρι
Το γαλοτύρι παράγεται από πολύ λιπαρό πρόβειο γάλα, ενώ ορισμένοι παραγωγοί βάζουν και λίγο κατσικίσιο. Πρόκειται για ένα τυροκομικό προϊόν που το κατατάσσουμε ανάμεσα στο τυρί και το γιαούρτι. Δεν χρειάζεται μάλιστα μαγιά. Έχει ελάχιστη περιεκτικότητα σε λίπος 40% (ξηρό βάρος), μέγιστη περιεκτικότητα σε υγρασία 75% και ph 4-4,5. Στην αρχική του μορφή, όπως βρίσκουμε σε καταγραφές από παλιότερες μαρτυρίες, παρασκευαζόταν σε τουλούμια που γέμιζαν σταδιακά με το γάλα διαδοχικών αρμεγμάτων και για κάποιο διάστημα ωρίμαζε μέσα σε αυτά. Αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ το 1994.
Γραβιέρα Αγράφων
Από τα δημοφιλέστερα σκληρά τυριά που παράγονται στη χώρα, από τα τέλη του 19ου αιώνα. Παράγεται από πρόβειο γάλα ή από μείγμα αυτού με γίδινο, χωρίς όμως αυτό να υπερβαίνει το 30% σε βάρος. Το γάλα για την παρασκευή του συγκεκριμένου τυριού προέρχεται από φυλές προβάτων παραδοσιακά εκτρεφόμενων και προσαρμοσμένων στην περιοχή των Αγράφων, η διατροφή των οποίων βασίζεται στην πλούσια χλωρίδα της περιοχής. Ο συνολικός χρόνος ωρίμανσης του τυριού είναι τρεις μήνες. Κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης, αναπτύσσεται επιφανειακά μικροχλωρίδα, που συμβάλλει στη διαμόρφωση των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του τυριού. Παρασκευάζεται σε κυλινδρικά κεφάλια βάρους 2-3 και 8-10 κιλών. Έχει λευκοκίτρινο χρώμα, ενώ η γεύση του είναι μεστή (γλυκιά και ελαφρά όξινη). Θεωρείται ένα κατεξοχήν επιτραπέζιο τυρί, αν και μπορεί να καταναλωθεί ποικιλοτρόπως. Ταιριάζει κυρίως με ένα ποτήρι λευκό ξηρό κρασί, περασμένο από βαρέλι. Αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ το 1996.
Γραβιέρα Κρήτης
Θεωρείται ένα από τα πλέον δημοφιλή τυριά στην Ελλάδα, σύμβολο της παραδοσιακής κρητικής διατροφής. Χαρακτηρίζεται ως πολύ ανοιχτό κίτρινο, σκληρό, επιτραπέζιο τυρί, με ασύμμετρες τρύπες και απαλή υφή. Έχει μεστή, υπόγλυκη γεύση και ελαφρώς υφάλμυρη, πλούσιο άρωμα αγνού αιγοπρόβειου γάλακτος, και αφήνει μια πληθωρική, ιδιαίτερα ευχάριστη γεύση. Η γεύση της χαρακτηρίζεται ήπια στους πρώτους μήνες της ζωής της, που γίνεται πιο βαθιά και πικάντικη με την ωρίμανση και την παλαίωση. Αποτελεί τυρί Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), φτιαγμένο σε τροχούς. Στο δέρμα αυτού του σκληρού τυριού σχηματίζονται σταυρωτά σχήματα από το ύφασμα που χρησιμοποιείται κατά την αποστράγγιση.
Γραβιέρα Νάξου
Αυτό το κυλινδρικού σχήματος σκληρό τυρί, με το υποκίτρινο χρώμα, τη λεπτή, ξηρή επιδερμίδα, τη συμπαγή ελαστική μάζα, τις χαρακτηριστικές μικρές διάσπαρτες οπές, το φίνο άρωμα, τη γλυκιά και λεπτή γεύση και την πολύ χαρακτηριστική επίγευση, παράγεται από 80% αγελαδινό γάλα κατ’ ελάχιστο και 20% αιγοπρόβειο γάλα το μέγιστο, με την προσθήκη παραδοσιακής πυτιάς. Η περιεκτικότητά του σε ασβέστιο είναι μεγάλη, καθώς για να παραχθεί ένα κιλό γραβιέρας χρησιμοποιούνται 11 κιλά γάλα. Η Γραβιέρα Νάξου έχει κατοχυρωθεί στην ΕΕ ως προϊόν ΠΟΠ από το 1996 και έχει αποσπάσει μεγάλες διακρίσεις σε διεθνείς και εγχώριους διαγωνισμούς. Έχει επίσης, εδώ και χρόνια, κερδίσει τη φήμη ενός από τα δύο κυριότερα προϊόντα του νησιού (σ.σ. το άλλο είναι η πατάτα Νάξου) ενώ είναι ιδανική για όλες τις χρήσεις (επιτραπέζια, για τρίψιμο, για σαγανάκι κ.λπ.).
Κασέρι
Κατηγορία τυριών από πρόβειο ή, κατά περίπτωση, μείγμα πρόβειου και ελάχιστου κατσικίσιου γάλακτος. Έχει ημίσκληρη υφή και συμπαγή μάζα, χωρίς ή με ελάχιστες τρύπες. Με ευχάριστη γεύση και άρωμα, χρώμα λευκοκίτρινο, έχει μέγιστη υγρασία 45% και ελάχιστη περιεκτικότητα λίπους επί ξηρού 40%. Το πήξιμο του γάλακτος πρέπει να γίνεται εντός 48 ωρών μετά το άρμεγμά του και μπορεί να είναι νωπό ή παστεριωμένο. Για την πήξη του χρησιμοποιείται πυτιά. Πρέπει να ωριμάσει για τουλάχιστον 3 μήνες. Διαμορφώνεται συνήθως σε κυλινδρικά κεφάλια διαμέτρου 30 και ύψους 10 εκατοστών, εμβαπτισμένα σε φυσικό κερί. Το κασέρι μπορεί να διατίθεται και σε παραλληλεπίπεδες φραντζόλες μήκους 30 εκατοστών και διατομής 10 επί 10 εκατοστών. Τρώγεται ωμό, ιδίως όταν είναι ιδιαίτερα ωριμασμένο. Χρησιμοποιείται επίσης ευρέως σε πίτες για ζυμαρικά και, γενικά, όπου χρειάζεται ένα τυρί που δεν λιώνει πλήρως όταν θερμαίνεται, αλλά διατηρεί την ελαστικότητά του. Έχει κατοχυρωθεί στην ΕΕ ως προϊόν ΠΟΠ από το 1996.
Κατίκι Δομοκού
Παραδοσιακό τυροκομικό προϊόν, που έχει χαρακτηριστεί ΠΟΠ από το 1996. Τυρί από αιγοπρόβειο γάλα, με περιοχή προέλευσης τον Δομοκό Φθιώτιδας. Παρασκευάζεται από παστεριωμένο γάλα που πήζει χωρίς πυτιά και στραγγίζεται σε υφασμάτινους σάκους. Το γάλα μετά την παστερίωση ψύχεται στους 27-28 βαθμούς Κελσίου. Ακολουθεί η πήξη και παραμένει σε συνθήκες θερμοκρασίας 20-22 βαθμών Κελσίου. Το πήγμα πολτοποιείται και τοποθετείται σε υφασμάτινους σάκους για στράγγιση. Η στράγγιση σταματά όταν η υγρασία του τυριού φτάσει το 75%-80% κατά βάρος. Το στραγγισμένο πήγμα αλατίζεται, αναμιγνύεται ώστε να αποκτήσει ομοιογένεια και συσκευάζεται σε δοχεία ή διατηρείται σε ψυκτικούς θαλάμους με θερμοκρασία μικρότερη των 4 βαθμών Κελσίου μέχρι της διάθεσής του.
Έχει μέγιστη υγρασία 75%, αλάτι 1%, ελάχιστο λίπος επί ξηρού 40%. Είναι ένα κρεμώδες τυρί λευκού χρώματος, με γεύση ελαφρά ξινή και αλμυρή και ξεχωριστό άρωμα. Δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα και σερβίρεται με το κουτάλι. Χρησιμοποιείται σε πάρα πολλές συνταγές, σερβίρεται σε τοστ ή ντάκο, συνοδεύει σαλάτες και γεμίζει πίτες.
Κεφαλογραβιέρα
Σκληρό παραδοσιακό τυρί από πρόβειο γάλα, με αλμυρή γεύση και πλούσιο άρωμα, μερικές φορές με την πρόσμιξη κατσικίσιου, με το τελευταίο να περιέχεται σε ποσοστό μικρότερο του 10% στο βάρος. Ελαφρά μαλακό τυρί, αλλά καθώς ωριμάζει, στους τρεις περίπου μήνες, σκληραίνει. Η επιδερμίδα του είναι λεπτή και σκληρή, με κιτρινωπό ή ανοιχτό γκρίζο χρώμα, ενώ η σκληρή και ελαφρά ελαστική μάζα του έχει υποκίτρινο χρώμα και πολλές τρύπες. Πρόκειται για τυρί που καταναλώνεται ως επιτραπέζιο, αλλά και στην κουζίνα, σε πίτες και σε ζυμαρικά, σαγανάκι, και όπου αλλού η συνταγή ζητά ένα πικάντικο, σκληρό τυρί. Όσον αφορά την αρμονία της με το κρασί, ως πιο αλμυρή, αποζητά τη συντροφιά λευκών ξηρών με αρκετή οξύτητα ή μπορεί να σταθεί και δίπλα σε λευκά αποστάγματα (ούζο, τσίπουρο). Η κεφαλογραβιέρα είναι προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Μανούρι
Η ονομασία του φέρεται να προέρχεται από τη λέξη «μανός», που σημαίνει «αραιός». Παρασκευάζεται από 100% ελληνικό αιγοπρόβειο γάλα και ανήκει στα τυριά τυρογάλακτος. Είναι μαλακό τυρί με κρεμώδη υφή και ξεχωριστό άρωμα, ενώ η γεύση του είναι γλυκιά και ήπια. Στην αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων εμφανίζεται σε διάφορες διαστάσεις και βάρη, παρουσιάζοντας κυλινδρικό όγκο χωρίς εξωτερικό περίβλημα (κόρα), συμπαγή μάζα χωρίς οπές ζύμωσης (κοινές τρύπες) και χρώμα λευκό. Η δομή του χαρακτηρίζεται συμπαγής, η συνεκτικότητά του μαλακή και η υφή του κρεμώδης, ογκοχημικά χαρακτηριστικά στα οποία οφείλεται η ευκολία του αθρυμμάτιστου τεμαχισμού του. Καταναλώνεται κυρίως ως επιτραπέζιο τυρί ενώ συνοδεύει και πιάτα λαδερών, όπως και η φέτα. Η πιο συχνή του όμως χρήση είναι ως επιδόρπιο συνοδευόμενο από φρούτα, μέλι και ξηρούς καρπούς. Μπορεί, βεβαίως, να χρησιμοποιηθεί σε πίτες, τάρτες, σαλάτες και γλυκά. Έχει χαρακτηριστεί από την Εθνική Επιτροπή Γάλακτος Ελλάδος ως «το πιο εξαιρετικό παραδοσιακό ελληνικό τυρί τυρογάλακτος». Είναι προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Μετσοβόνε
Ημίσκληρο καπνιστό τυρί, που προέρχεται από το Μέτσοβο, από όπου πήρε και το όνομά του. Είναι τυρί Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από το 1994. Καπνίζεται κρεμασμένο, τυλιγμένο σε σχοινί, με τη μέθοδο της pasta filata, ενώ ωριμάζει για διάστημα περίπου τριών μηνών. Παρασκευάζεται κυρίως από αγελαδινό γάλα ή μείγμα αγελαδινού με πρόβειο ή κατσικίσιο (όχι όμως πάνω από 20%). Συνοδεύεται συνήθως από λευκά κρασιά, ενώ χρησιμοποιείται σε σαλάτες ή ως μέρος μεζέδων. Το μετσοβόνε τρώγεται πολύ ευχάριστα σκέτο, αλλά και ψητό στα κάρβουνα με λεμόνι, και είναι απλά ακαταμάχητο! Χρησιμοποιείται επίσης σε πίτες και γκρατέν ή τάρτες και πασπαλισμένο σε ζυμαρικά. Συνοδεύει εξίσου άψογα λαχανικά και κρεατικά, χαρίζοντας το δικό του ξεχωριστό, καπνιστό άρωμα, ενώ ταιριάζει πολύ και σε βελουτέ σούπες και ζυμαρικά φούρνου.
Σαν Μιχάλη
Παραδοσιακό ελληνικό τυρί, που παράγεται στο νησί της Σύρου εδώ και αρκετές δεκαετίες και έχει αναγνωριστεί από το 1994 ως προϊόν με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ). Η ονομασία του τυριού προέρχεται από ένα βουνό στα βόρεια του νησιού, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο χωριό Σαν Μιχάλης. Παρασκευάζεται αποκλειστικά από αγελαδινό γάλα από το νησί, που συλλέγεται, υπό πολύ αυστηρές συνθήκες, από επιλεγμένα κοπάδια αγελάδων του νησιού και έχει κατ’ ελάχιστο τετράμηνη ωρίμανση. Έχει κυλινδρικό σχήμα και σκληρή υφή, χρυσό δέρμα, μέγιστη υγρασία 40% κατά βάρος και ελάχιστη λιποπεριεκτικότητα επί ξηρού 36%. Η μάζα του είναι συμπαγής με ακανόνιστες τρύπες και κοπή θρυμματισμένη. Η γεύση του είναι αλμυρή και πικάντικη. Χαρακτηρίζεται από στιβαρή υφή, απαράμιλλη γευστική πολυπλοκότητα, ζηλευτή ισορροπία ανάμεσα στην αλμύρα και τη γλυκύτητα. Τρώγεται αυτούσιο με ψωμί ή φρούτα, ενώ χρησιμοποιείται και σε πολλές συνταγές μαγειρικής.
Φέτα
Πρόκειται για το πιο γνωστό ελληνικό τυρί, που παρασκευάζεται αποκλειστικά από γάλα προβατίνας ή γίδας σε αναλογία πρόβειου τουλάχιστον 70% και γίδινου έως 30%. Η φέτα έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και πρέπει να προέρχεται μόνο από συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας και από συγκεκριμένες φυλές αιγοπροβάτων. Το όνομα «φέτα» δεν μπορεί, πλέον, να χρησιμοποιηθεί σε τυριά παρόμοιας σύστασης που παρασκευάζονται εκτός και εντός Ελλάδας και με άλλη διαδικασία από την παραδοσιακή. Η γεύση της είναι αλμυρή και αποθηκεύεται σε υγρό άλμης ή ξινόγαλου. Η φέτα έχει άσπρο χρώμα ενώ αποθηκεύεται συνήθως σε μεγάλα τετράγωνα κομμάτια.
Η χρήση της φέτας είναι ευρέως γνωστή σε όλο τον κόσμο, κυρίως ως απαραίτητο συστατικό της χωριάτικης σαλάτας. Επίσης, αποτελεί κύριο συστατικό της τυρόπιτας, της σπανακοτυρόπιτας, καθώς και πολλών άλλων εδεσμάτων της ελληνικής κουζίνας. Αποτελεί βασικό συστατικό της μεσογειακής διατροφής μαζί με το ελαιόλαδο.
Από το Coffee&Brunch Magazine