Ο καφές στα χαρακώματα του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου
Ο καφές την περίοδο του Α’ Π.Π. υπήρξε ένας σημαντικός σύμμαχος που τόνωνε και έδινε δύναμη στους στρατιώτες του αμερικανικού στρατού.
Όπως είπε ένας ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος στη λήξη του πολέμου «ο καφές ήταν τόσο σημαντικός όσο το βόειο κρέας και το ψωμί». Μια ανασκόπηση που αφορούσε την προμήθεια καφέ στον στρατό ανέφερε μάλιστα πως το ρόφημα «έδωσε θάρρος και δύναμη» στους στρατιώτες, ενώ «διατήρησε το ηθικό υψηλό». Στην πραγματικότητα, τα στρατεύματα των ΗΠΑ έβλεπαν τον καφέ ως ένα καταφύγιο από την κόλαση του πολέμου. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, οι στρατιώτες της Ένωσης κατανάλωναν περίπου 36 κιλά καφέ το χρόνο, σύμφωνα με τον Jon Grinspan, επιμελητή στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας του Smithsonian.
«Κάποιοι στρατιώτες της Ένωσης πήραν τουφέκια που διέθεταν έναν μηχανικό μύλο με μανιβέλα χειρός ενσωματωμένη», είπε ο Grinspan στο NPR. «Γέμιζαν ένα κοίλο χώρο μέσα στο απόθεμα της καραμπίνας με κόκκους καφέ, τον άλεθαν, τον άφηναν έξω και θα παρασκεύαζαν καφέ με αυτόν τον τρόπο». Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το υπουργείο Πολέμου των ΗΠΑ έκανε ένα βήμα παραπάνω, ιδρύοντας τοπικά εργοστάσια roasting και άλεσης στη Γαλλία προκειμένου να εξασφαλίσει φρέσκο καφέ για τα στρατεύματα. Ο στρατός άρχισε επίσης να προσφέρει καφέ διαφορετικού τύπου: τον στιγμιαίο.
Το 1901, ένας Ιάπωνας χημικός που εργαζόταν στο Σικάγο, ο Satori Kato ανέπτυξε έναν επιτυχημένο τρόπο παρασκευής μιας διαλυτής σκόνης καφέ ή αποξηραμένου εκχυλίσματος καφέ. Στην Παναμερικανική Έκθεση εκείνης της χρονιάς στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, η Kato Coffee Co. σέρβιρε καυτά ροφήματα στο Manufacturers Building, σημαινοντας το δημόσιο ντεμπούτο του εν λόγω καφέ. Δύο χρόνια αργότερα ο Sato έλαβε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη διαδικασία συμπύκνωσης καφέ καθώς και την παρασκευή του. Ήταν όμως ένας άλλος μετανάστης στην Αμερική, ο Αγγλο-Βέλγος εφευρέτης Τζορτζ Ουάσιγκτον, ο οποίος παρήγαγε για πρώτη φορά με επιτυχία τον στιγμιαίο καφέ. Με έτος ίδρυσης το 1910, η G. Washington Coffee Refining Co., διέθετε εγκαταστάσεις παραγωγής στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, και αρχικά ο καφές πωλείτο ως “Red E Coffee”.
Το όνομά του ήταν συνυφασμένο με την ευκολία, παρόλα αυτά το μάρκετινγκ σύντομα ανέδειξε άλλα οφέλη αυτού του «τέλεια εύπεπτου καφέ». «Τώρα μπορείς να πιεις όσο ΚΑΦΕ θέλεις!» σνέφερε μια διαφήμιση στις αρχές του 1914 στους New York Times. «Δεν χρειάζεται πλέον να κινδυνεύετε με δυσπεψία όταν πίνετε καφέ», χάρη σε μια «υπέροχη διαδικασία που αφαιρεί τα ενοχλητικά οξέα και έλαια (που υπάρχουν στον συνηθισμένο καφέ)» πρόσθετε. Ανταγωνιστικά προϊόντα έμπαιναν λοιπόν ήδη στην αγορά, όταν η ζήτηση για διαλυτό καφέ εκτοξεύτηκε στα ύψη με την είσοδο των ΗΠΑ στον Μεγάλο Πόλεμο το 1917. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1918, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, ο “Uncle Sam” (σ.σ. προσωποποίηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών) έβαζε στόχο να αγοράζει 37.000 λίβρες την ημέρα σκόνης – πολύ πάνω από ολόκληρη την εθνική ημερήσια παραγωγή των 6.000 λιβρών, όπως αναφέρει στο βιβλίο ιστορίας του καφέ ο Mark Pendergrast, Uncommon Grounds.
Ο διαλυτός καφές χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην πρώτη γραμμή. Οι στρατιώτες τον ανακάτευαν σε ζεστό νερό, το παρήγαγαν σε τσίγκινες κούπες και το ονόμασαν «ένα φλιτζάνι του Τζορτζ», από το όνομα του ιδρυτή της εταιρείας. Ο E.F. Holbrook από το Υπουργείο Πολέμου, επικεφαλής του κλάδου καφέ του Τμήματος Διαβίωσης, θεώρησε τον στιγμιαίο καφέ καθοριστικό για την αντιμετώπιση των χημικών όπλων: «Η χρήση αερίου μουστάρδας από τους Γερμανούς έκανε τον στιγμιαίο καφέ ένα από τα πιο σημαντικά είδη επιβίωσης που χρησιμοποιούσε ο στρατός», εξηγούσε ο Holbrook στο Tea and Coffee Trade Journal το 1919. «Η εκτεταμένη χρήση αερίου μουστάρδας κατέστησε αδύνατη την παρασκευή καφέ με τις συνηθισμένες μεθόδους στις κουζίνες», είπε.
Εξίσου σημαντική ήταν η επίδραση του καφέ στην εξύψωση του ηθικού των στρατιωτών στα χαρακώματα. Ήταν ένα ζεστό, οικείο ρόφημα που θύμιζε στους στρατιώτες τη θαλπωρή του σπιτιού τους. Περιείχε επίσης καφεΐνη, η οποία βοηθούσε τα στρατεύματα να βρίσκονται σε εγρήγορση. Για τους “εθισμένους” στον καφέ, όπως ο Μεξικανο-αμερικανός στρατιωτικός José de la Luz Sáenz, ο οποίος υπηρετούσε με τις 360ες Δυνάμεις Πεζικού Εκστρατείας στη Γαλλία και την Κατεχόμενη Γερμανία, η κατανάλωση καφέ κρατούσε επίσης μακριά “τους πονοκεφάλους που προκαλούνται από την έλλειψη καφέ το πρωί”, όπως ανέφερε στο ημερολόγιό του τον Σεπτ. 26, 1918, μετά από μια άγρυπνη νύχτα και την επίθεση αερίων στο Δυτικό Μέτωπο.
Αντί να χρησιμοποιεί την «κονσέρβα με καρυκεύματα» για να μεταφέρει φαγητό, ο ίδιος προτιμούσε να γεμίζει τις θήκες του φαγητού γ με ζάχαρη και στιγμιαίο καφέ. «Ο ζεστός καφές με τα μπισκότα ‘hardtack’ ήταν ό,τι καλύτερο για να αναζωογονεί τους εξαντλημένους, πεινασμένους και νυσταγμένους στρατιώτες», σημείωσε ο Sáenz, μελλοντικός ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα από το Νότιο Τέξας. Μερικές φορές ο Sáenz και οι υπόλοιποι στρατιώτες έπρεπε να παρασκευάσουν καφέ χωρίς ζεστό νερό – ή ακόμα και χωρίς καν νερό. «Σε περιπτώσεις που το πρωί βιαζόμαστε, χαίρομαι που μπορώ να μασήσω μια κουταλιά καφέ με λίγη ζάχαρη» έγραφε.
Μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η εταιρεία του Ουάσιγκτον κυκλοφόρησε ξανά τον “έτοιμο καφέ” για το νοικοκυριό. “Πήγε στον πόλεμο! Kαι επέστρεψε πάλι σπίτι”, έγραφε μια διαφήμιση σε ένα κουτάκι καφέ. Αυτή τη φορά προτασσόταν το ζήτημα της ευκολίας: «Φρέσκος καφές όποτε τον θέλεις – όσο δυνατός τον θέλεις». Ενώ η εταιρεία του Ουάσιγκτον συνέχιζε να πουλά καφέ, ο Ελβετός ανταγωνιστής της, Nestlé, κατάφερε να αναπτύξει μια καλύτερη τεχνική για την παραγωγή στιγμιαίου καφέ. Το 1938 κυκλοφόρησε το Nescafé, το οποίο σύντομα κυριάρχησε στην παγκόσμια αγορά στιγμιαίου καφέ.
Το 1943, λίγο πριν από το θάνατό του, ο Ουάσιγκτον πούλησε την εταιρεία. Το 1961, η μάρκα καφέ Τζορτζ Ουάσιγκτον σταμάτησε να κυκοφορεί. Μέχρι τότε, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και οι Αμερικανοί GI αποκαλούσαν τον καφέ τους με διαφορετικό όνομα: Τζο. Ένας θρύλος για την προέλευση του νέου ψευδώνυμου λέει ότι συνδεόταν με τον Josephus Daniels, γραμματέα του Πολεμικού Ναυτικού από το 1913 έως το 1921 υπό τον Woodrow Wilson, ο οποίος απαγόρευσε το αλκοόλ στα πλοία, κάνοντας τον καφέ το πιο δυνατό ρόφημα που κυκλοφορούσε εκείνες τις μέρες.
Ωστόσο, ο “Τζο” είναι πολύ πιθανό να προέρχεται από τον στρατό. “Ο Αμερικανός στρατιώτης ταυτίστηκε τόσο στενά με τον καφέ του που ο G.I. Joe έδωσε το όνομά του στην παρασκευή”, σύμφωνα με τον Pendergrast. «Κανείς δεν μπορεί να είναι στρατιώτης χωρίς καφέ», έγραψε ένας ιππέας της Ένωσης στο ημερολόγιό του στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Πολλοί στρατιωτικοί και γυναίκες που έχουν πολεμήσει από τότε θα συμφωνούσαν. Ακόμα κι όταν ο καφές ήταν στιγμιαίος και αποκαλείτο “George”.