Camel-ccino: O κενυάτικος καφές με γάλα καμήλας
Μπορεί την πρώτη θέση στις εξαγωγές στην Κένυα να κατέχει το τσάι, όμως ένας νεοανερχόμενο είδος καφέ στο Ναϊρόμπι έχει κάνει την εμφάνισή του και είναι περιζήτητος: πρόκειται για τον “camel-ccino”
Επί της ουσίας, πρόκειται για τη νέα εκδοχή του cappuccino, με γάλα καμήλας ο οποίος έχει γίνει ήδη αγαπητός στο CJ’s Restaurant του Ναϊρόμπι, ένα από τα πιο γνωστά καφέ-εστιατόρια της πόλης. Τα “camel-ccinos” και τα “camelattes” λοιπόν αρχίζουν να εμφανίζονται σιγά σιγά και στα μενού γνωστών καφέ και να γίνονται μόδα.
Παρόλο που το γάλα καμήλας καταναλώνεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, όπως στη Μέση Ανατολή και σε πολλά τμήματα της Ασίας και της Αυστραλίας, στην ανατολική Αφρική η δημοφιλία του παραμένει εντός των τοπικών αγροτικών κοινωνιών. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον για το γάλα καμήλας πάντως έχει αρχίσει να ενισχύεται, ενώ οι τιμές του το καθιστούν ως το «νέο λευκό χρυσό». “Το γάλα καμήλας στη διεθνή αγορά αρχίζει να γίνεται εξαιρετικά επικερδές” αναφέρει στο CNN ο David Hewett, manager στο Κέντρο Ερευνών Mpala που εδράζει στη Laikipia Plateau της Κεντρικής Κένυας. “Το μισό λίτρο κυμαίνεται από $10 έως $20” αναφέρει. Συγκριτικά, το μισό λίτρο αγελαδινού κοστίζει 50 λεπτά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Αφρική βρίσκεται το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού των καμήλων, με το 60% να φιλοξενείται στα ανατολικά της ηπείρου. Στην Κένυα, ζουν 4 εκατομμύρια καμήλες, ένα νούμερο που έχει τετραπλασιαστεί από το 1999.
Το “camel-ccino” φαίνεται πως είναι η νέα εποχή του καφέ και σύντομα αναμένεται να γίνει περιζήτητο και σε άλλα μέρη στον κόσμο, με βάση τις προβλέψεις των ειδικών. Αν και αποτελεί βασικό καθημερινό προϊόν για ορισμένους στην περιοχή, το γάλα καμήλας δεν διαθέτει μια καλά οργανωμένη διαδρομή προς την αγορά, αντίθετα, εντοπίζεται πιο συχνά σε άτυπες αγορές σε όλη τη χώρα. Ακόμη και χωρίς να διαθέτει επίσημη αλυσίδα εφοδιασμού, ο τομέας συνεισφέρει στην οικονομία της Κένυας με 10-12 δισεκατομμύρια σελίνια (90-108 εκατομμύρια δολάρια). Για έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς γάλακτος καμήλας της Ανατολικής Αφρικής, τη White Gold Camel Milk, οι ευκαιρίες για ανάπτυξη είναι εμφανείς. Η εταιρεία παράγει 500 λίτρα γάλα την ημέρα, με τον διευθύνοντα σύμβουλο Jama Warsame να δηλώνει ότι η τοπική ζήτηση οδήγησε την εταιρεία στο να στραφεί σε άλλα προϊόντα προστιθέμενης αξίας, όπως αρωματικό γάλα καμήλας και γιαούρτι.
Ανάγκη προσαρμογής
Καθώς μεγάλα τμήματα της ανατολικής Αφρικής συνεχίζουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερες και πιο έντονες περιόδους ξηρασίας, οι καμήλες έχουν επίσης αναδειχθεί ως μια φιλική προς το κλίμα εναλλακτική πηγή τροφής. Σύμφωνα με την Εθνική Αρχή Διαχείρισης Ξηρασίας της Κένυας (NDMA), οι Κενυάτες που ζουν σε 23 κομητείες έρχονται αντιμέτωποι με μειωμένες προμήθειες τροφίμων λόγω της ξηρασίας και θα χρειαστούν επισιτιστική βοήθεια μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Σε αντίθεση με τα κοπάδια αγελάδων και προβάτων, οι καμήλες μπορούν να διανύσουν 100 μίλια χωρίς νερό και δεν επηρεάζονται από θερμοκρασίες 50 βαθμών Κελσίου. «Οι καμήλες, ακόμη και εν μέσω σοβαρής ξηρασίας θα συνεχίσουν να παράγουν γάλα και αυτό είναι μια προστασία εν μέσω ακραίων καιρικών συνθηκών», δηλώνει ο Hewett. Εκτός από τις κλιματικές παραμέτρους, οι καταναλωτές αυξάνονται καθώς στρέφονται σε πιο υγιεινές λύσεις διατροφής. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ αναφέρει ότι το γάλα καμήλας έχει τριπλάσια ποσότητα βιταμίνης C σε σύγκριση με το αγελαδινό. Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι το γάλα αυτό μπορεί να μειώσει τη χοληστερόλη και να βελτιώσει τις πεπτικές διαταραχές.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να ειπωθεί πως ενώ υπάρχει μεγάλο έδαφος για ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς, μια σειρά από προκλήσεις εξακολουθούν να εμποδίζουν την επέκτασή της. Οι έλλειψη υποδομών και ψυκτικών αποθηκών εμποδίζουν τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή και παράδοση του γάλακτος. Παρά τις προκλήσεις όμως, οι ηγέτες του κλάδου πιέζουν για τη δημιουργία μιας επίσημης αλυσίδας που να προσφέρει αξία. Με την κατάλληλη υποδομή, η Kenya Camel Association υποστηρίζει ότι ο τομέας θα μπορούσε να φτάσει σε αξία τα 200 εκατομμύρια δολάρια ετησίως και να επηρεάσει 10 έως 12 εκατομμύρια νοικοκυριά στη βόρεια Κένυα.
Πηγή: CNN travel